- Τυρρηνικῇ
- ΤυρρηνικόςTyrrhenianfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τυρρηνική — Τυρρηνικός Tyrrhenian fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Στρόμπολι — (Stromboli). Νησί της Ιταλίας στην Τυρρηνική θάλασσα, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ενεργό ηφαίστειο. Βλ. λ. Αιόλου νησιά ή Λίπαρι. Το ηφαιστειογενές νησί Στρόμπολι στην Τυρρηνική θάλασσα … Dictionary of Greek
βασιλικάτα — (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 607.853 κάτ. το 1999) της Ν Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας, της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται δυτικά από την Τυρρηνική Θάλασσα και ανατολικά από το Ιόνιο. Το αρχαίο της όνομα ήταν Λουκανία … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
φερόνια — και φερονία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες τής τάξης ρουτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. feronia < λατ. Feronia, Τυρρηνική θεότητα] … Dictionary of Greek
Αιόλου, νησιά ή Λίπαρι — (EolieLipari).Νησιωτικό σύμπλεγμα στη νότια Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας. Στην αρχαιότητα είχαν εγκατασταθεί εκεί Ρόδιοι και Κνίδιοι, οι οποίοι τα μετονόμασαν σε Λιπάρας ή Λιπαραίας νήσους. Α.ν. ή πλωτή Αιολία ονομάστηκαν επειδή κατά τη … Dictionary of Greek
Άρνος — (Αrnο). Ποταμός (241 χλμ.) της κεντρικής Ιταλίας· πηγάζει από το όρος Φαλτερόνα των Απενίνων και εκβάλλει στην Τυρρηνική θάλασσα. Έχει λεκάνη απορροής 8.247 τ. χλμ. Στην αρχή ρέει στα ΝΑ, ύστερα στρέφεται στα ΒΔ και περνά από τη Φλωρεντία και την … Dictionary of Greek